μαρμαρουργείο

μαρμαρουργείο
το [μαρμαρουργός]
το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”